πολλαπλασιαζομένη

πολλαπλασιαζομένη
πολλαπλασιάζω
multiply: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολλαπλασιαζομένη — πολλαπλασιάζω multiply pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • Φίσερ, Ίρβινγκ — (Fischer, Σόγκερτις, Νέα Υόρκη 1867 – Νέα Υόρκη 1947). Αμερικανός οικονομολόγος. Ήταν ένας από τους υποστηρικτές της λεγόμενης ποσοτικής θεωρίας του χρήματος, κατά την οποία το επίπεδο των τιμών είναι ευθέως ανάλογο προς την ποσότητα του χρήματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”